- ετοιμόγεννος
- και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -γεννος (< γέννα), πρβλ. καλό-γεννος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετοιμόγεννος — η, ο για ζώα θηλυκά και γυναίκες, αυτός που πλησιάζει να γεννήσει, επίτοκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
επίτοκος — η, ο (για θηλυκά ζώα και γυναίκες), που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο, ετοιμόγεννος, στο μήνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)